εξανθρωπίζομαι

εξανθρωπίζομαι
εξανθρωπίζομαι, εξανθρωπίστηκα, εξανθρωπισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπεύω — (Α ἀνθρωπεύομαι) νεοελλ. 1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου 2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι 3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”